ὀψαρότης

ὀψαρότης
ὀψᾰρότης, ου, , ([etym.] ὀψέ, ἀρόω)
A one who ploughs late, Hes.Op.490.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οψαρότης — ὀψαρότης, ὁ (Α) αυτός που οργώνει τον αγρό καθυστερημένα, αργά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψέ + ἀρῶ «οργώνω» + κατάλ. ότης] …   Dictionary of Greek

  • ὀψαρότης — one who ploughs late masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψαρότῃ — ὀψαρότης one who ploughs late masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οψέ — (ΑΜ ὀψέ, Α αιολ. τ. ὄψι) επίρρ. χρον. 1. μετά από πολύ χρόνο, αργά 2. σε προχωρημένη ώρα τής ημέρας, προς το βράδυ αρχ. (ως πρόθ. καταχρ. με γεν.) μετά από αυτά, κατόπιν 2. «ὀψέ ποτε» (κατά τον Ησύχ.) «μόλις ποτέ». [ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. ὀψ τού επιρρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”